βιοτεια

βιοτεια
    βιοτεία
    ἥ
    1) образ жизни Xen.
    2) средства к жизни Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιοτεια" в других словарях:

  • βιοτεία — βιοτείᾱ , βιοτεία way of life fem nom/voc/acc dual βιοτείᾱ , βιοτεία way of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτεία — βιοτεία, η (Α) [βιοτεύω] ο τρόπος που αποκτά κανείς τα αναγκαία για τη ζωή του …   Dictionary of Greek

  • βιοτείαν — βιοτείᾱν , βιοτεία way of life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»